ευτραπελία

ευτραπελία
η (Α εὐτραπελία) [ευτράπελος]
το ήθος, η ιδιότητα τού ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι
η ευθυμία, οι αστειότητες
2. (με κακή σημ.) βωμολοχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐτραπελία — εὐτραπελίᾱ , εὐτραπελία ready wit fem nom/voc/acc dual εὐτραπελίᾱ , εὐτραπελία ready wit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπελίᾳ — εὐτραπελίαι , εὐτραπελία ready wit fem nom/voc pl εὐτραπελίᾱͅ , εὐτραπελία ready wit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπελίας — εὐτραπελίᾱς , εὐτραπελία ready wit fem acc pl εὐτραπελίᾱς , εὐτραπελία ready wit fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπελίαι — εὐτραπελία ready wit fem nom/voc pl εὐτραπελίᾱͅ , εὐτραπελία ready wit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπελίαν — εὐτραπελίᾱν , εὐτραπελία ready wit fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπελίαις — εὐτραπελία ready wit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπελίην — εὐτραπελία ready wit fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) …   Dictionary of Greek

  • шега — шутка , только др. русск., шегавъ непостоянный , шегати высмеивать , цслав. шѧга εὑτραπελία, scurrilitas, шѧгати шутить , болг. шега шутка , словен. šẹgа обычай, нрав, хитрость . По мнению Младенова (692), родственно др. инд. khañjati хромает …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”